pied-de-roi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
pied-de-roi | pieds-de-roi |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pied-de-roi (fr) αρσενικό
- (Καναδάς) πτυσσόμενο μέτρο μήκους συνήθως δύο ποδιών, που έχει διαβαθμίσεις σε πόδια, ίντσες και γραμμές