pilgrimage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pilgrimage (en)

  1. προσκύνημα σε χώρο λατρείας ή ταξίδι σε συναισθηματικά συνδεδεμένο τόπο
  2. (μεταφορικά) (Συνώνυμα: homage trip) ταξίδι για απότιση φόρου τιμής

Συγγενικά

[επεξεργασία]