pillage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
pillage | pillages |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pillage (fr) αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη piller
ενικός | πληθυντικός |
pillage | pillages |
pillage (fr) αρσενικό