pilote
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pilote | pilotes |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pilote (fr) αρσενικό
- (επάγγελμα, αεροπορικός όρος) ο πιλότος, ο κυβερνήτης
- ο πλοηγός,
- (επάγγελμα) ο χειριστής
- ο κυβερνήτης