pimp

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pimp (en)

pimp (en)

  1. εκδίδω άτομο για πληρωμένο έρωτα και συλλέγω όλα τα έσοδα ή μέρος των εσόδων
  2. διακοσμώ αντικείμενο, συχνά με κιτς αισθητική και ανεβάζω την αξία του, συνήθως μόνο επιφανειακά