pine
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pine | pines |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pine (fr) θηλυκό
- το καυλί
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pine | pines |
pine (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
pine (en)
Παράγωγα[επεξεργασία]
Νορβηγικά (no)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pine (no)
- ο πόνος
Δυτικά φριζικά (fy)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pine (fy)
- ο πόνος