pine

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
pine pines

Προφορά[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

pine (fr) θηλυκό

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
pine pines

pine (en)

  1. (δέντρο) πεύκο
  2. μαράζι

Ρήμα[επεξεργασία]

pine (en)

Παράγωγα[επεξεργασία]



Νορβηγικά (no)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

pine (no)



Δυτικά φριζικά (fy)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

pine (fy)