pionnier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- pionnier < παλαιά γαλλική peonier
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pionnier | pionniers |
θηλυκό | pionnière | pionnières |
pionnier (fr)
- σκαπανέας
- που πρωτοτυπεί