piquant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | piquant |
συγκριτικός | more piquant |
υπερθετικός | most piquant |
Επίθετο[επεξεργασία]
piquant (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | piquant | piquants |
θηλυκό | piquante | piquantes |
Επίθετο[επεξεργασία]
piquant (fr)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
piquant (fr) αρσενικό
- το αγκάθι