pique-assiette

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
pique-assiette < piquer + assiette

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pi.ka.sjɛt/

Επίθετο

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
pique-assiette pique-assiette

pique-assiette (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο