piscivore

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
piscivore piscivores

piscivore (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
piscivore piscivores

piscivore (fr) αρσενικό