pismo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Pismo

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pismo (hr) ουδέτερο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
  • (εκκλησιαστικός όρος) poslanica

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈpʲismɔ/
 

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

pismo (pl) < pisać (pl)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pismo (pl)

  1. η γραφή ως
    • γραπτή αναπαράσταση του λόγου
      • Αντώνυμα
        mowa
    • τρόπος γραφής
  2. η γραπτή αναφορά
  3. το έντυπο (συνήθης ονομασία για έντυπα που κυκλοφορούν όπως εφημερίδες, περιοδικά κλπ.)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pismo (sr)


Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pismo (sl) ουδέτερο