pistolet

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

pistolet < γερμανική Pistole

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pis.tɔ.lɛ/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
pistolet pistolets

pistolet (fr) αρσενικό