pitchoun
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pitchoun | pitchouns |
θηλυκό | pitchoune | pitchounes |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pitchoun (fr) αρσενικό
- (οικείο)
- παιδί
- (γενικότερα) κάποιος που προστατεύουμε
Παράγωγα
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]→ δείτε τη λέξη enfant