pittoresque
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- pittoresque < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
pittoresque | pittoresques |
pittoresque (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pittoresque (fr) αρσενικό