pittoresque

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
pittoresque < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /?/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pittoresque pittoresques

pittoresque (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pittoresque (fr) αρσενικό