pivotal

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
pivotal < pivot + -al

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈpɪvətəl/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός pivotal
συγκριτικός more pivotal
υπερθετικός most pivotal

pivotal (en)

  1. αξονικός, κεντρικός
  2. καθοριστικός, σημαντικός, καίριος