planning

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

planning (en) (μη μετρήσιμο)

  • ο προγραμματισμός, ο σχεδιασμός, η ενέργεια του να προγραμματίζω/σχεδιάζω κάτι
    detailed/timely/basic planning - λεπτομερής/έγκαιρος/στοιχειώδης προγραμματισμός
    planning of the production process - σχεδιασμός της παραγωγικής διαδικασίας

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

planning (en)



      ενικός         πληθυντικός  
planning plannings

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

planning (fr) αρσενικό