plat

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
plat plats

plat (fr) αρσενικό

  1. το πιάτο
  2. η πιατέλα

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό plat plats
θηλυκό plate plates

plat (fr)

  1. επίπεδος, λείος
  2. ομαλός



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

plat (ca)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

plat (sk)