playground

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
playground playgrounds

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
playground < play + ground

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

playground (en)

  1. η παιδική χαρά
    The playground has swings, see-saws, and slides.
    Η παιδική χαρά έχει κούνιες, τραμπάλες και τσουλήθρες.
  2. η αυλή σχολείου
     συνώνυμα: schoolyard