pleased

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
pleased < ... Μορφολογικά αναλύεται σε please + -ed

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός pleased
συγκριτικός more pleased
υπερθετικός most pleased

pleased (en)

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

pleased (en)