plejaĝa
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- plejaĝa < plej (περισσότερο) + aĝo (ηλικία)+ -a
Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | plejaĝa | plejaĝaj |
αιτιατική | plejaĝan | plejaĝajn |
plejaĝa (eo)
- ο μεγαλύτερος σε ηλικία