plenkreskiĝulino
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- plenkreskiĝulino < plenkresk- + -iĝ- + -ul- + -in- + -o
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | plenkreskiĝulino | plenkreskiĝulinoj |
αιτιατική | plenkreskiĝulinon | plenkreskiĝulinojn |
plenkreskiĝulino (eo)
- η έφηβη