pliant

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό pliant pliants
θηλυκό pliante pliantes

pliant (fr)

  1. πτυσσόμενος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pliant pliants

pliant (fr) αρσενικό

  1. πτυσσόμενο υφασμάτινο κάθισμα, χωρίς πλάτη ούτε μπράτσα