plongeur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
plongeur plongeurs

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

plongeur (fr) αρσενικό

  1. ο δύτης, ο βουτηχτής
  2. o λαντζιέρης