ploutocratique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
ploutocratique | ploutocratiques |
Επίθετο
[επεξεργασία]ploutocratique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
ploutocratique | ploutocratiques |
ploutocratique (fr) αρσενικό ή θηλυκό