pluck up

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας pluck up
γ΄ ενικό ενεστώτα plucks
αόριστος plucked
παθητική μετοχή plucked
ενεργητική μετοχή plucking

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
→ δείτε τις λέξεις pluck και up

pluck up (en)

  1. αποκόβω τραβώντας
  2. (μεταφορικά) γίνομαι πιο κεφάτος
  3. βρίσκω το κουράγιο, τη δύναμη