plutonigène
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
plutonigène | plutonigènes |
plutonigène (fr) αρσενικό ή θηλυκό