plutonigène

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
plutonigène < plutonium + -gène

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
plutonigène plutonigènes

plutonigène (fr) αρσενικό ή θηλυκό