pošta

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pošta (sr)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pošta (cs) θηλυκό

  1. το ταχυδρομείο
    • η υπηρεσία
    • το κτήριο
    • η αποστολή ή λήψη επιστολών ή δεμάτων (μεμονωμένων ή συνολικά)