pocztówka

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική pocztówka pocztówki
γενική pocztówki pocztówek
δοτική pocztówce pocztówkom
αιτιατική pocztów pocztówki
οργανική pocztów pocztówkami
τοπική pocztówce pocztówkach
κλητική pocztówko pocztówki

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

pocztówka < poczta

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pocztówka (pl) θηλυκό

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]