podejrzenie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική podejrzenie podejrzenia
γενική podejrzenia podejrzeń
δοτική podejrzeniu podejrzeniom
αιτιατική podejrzenie podejrzenia
οργανική podejrzeniem podejrzeniami
τοπική podejrzeniu podejrzeniach
κλητική podejrzenie podejrzenia

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

podejrzenie (pl) ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]