podeszwa
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | podeszwa | podeszwy |
γενική | podeszwy | podeszew |
δοτική | podeszwie | podeszwom |
αιτιατική | podeszwę | podeszwy |
οργανική | podeszwą | podeszwami |
τοπική | podeszwie | podeszwach |
κλητική | podeszwo | podeszwy |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]podeszwa (pl) θηλυκό