pointed
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | pointed |
συγκριτικός | more pointed |
υπερθετικός | most pointed |
pointed (en)
- αιχμηρός, που έχει αιχμή
- αιχμηρός, καυστικός, εύστοχος, με σαφή και συχνά επικριτικό τρόπο εναντίον ενός συγκεκριμένου ατόμου ή της συμπεριφοράς του
- ↪ a pointed critique - αιχμηρή κριτική
- ↪ pointed comments - καυστικά σχόλια
- ↪ a pointed reply - εύστοχη απάντηση
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]pointed (en)