pompon

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pɔ̃.pɔ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pompon pompons

pompon (fr) αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
 συνώνυμα: éméché, pompette



Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

pompon (eo)