ponte

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ponte (fr)



      ενικός         πληθυντικός  
ponte ponti

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ponte (it)



ενικός πληθυντικός
ponte pontes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ponte (pt)