population

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
population populations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

population (en)

  • ο πληθυσμός
    Urban areas usually have a large population.
    Οι αστικές περιοχές συνήθως έχουν μεγάλο πληθυσμό.

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
population populations

population (fr) θηλυκό