porcelet

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
porcelet porcelets

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

porcelet (fr) αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]