porraccio
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /porˈrat.t͡ʃo/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]porraccio (it) αρσενικό
Πηγές
[επεξεργασία]- porraccio - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).