porte-parole

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
porte-parole < porter + parole

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
porte-parole porte-parole

porte-parole (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

  1. ο εκπρόσωπος, το φερέφωνο
    le porte-parole du gouvernement - ο κυβερνητικός εκπρόσωπος
     συνώνυμα: interprète, représentant
  2. το όργανο, το φερέφωνο
    ce quotidien est devenu le porte-parole du gouvernement - αυτή η εφημερίδα έχει γίνει το όργανο της κυβέρνησης
     συνώνυμα: όργανο