porteur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pɔʁ.tœʁ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
porteur porteurs

porteur (fr) αρσενικό

  1. ο αχθοφόρος, o χαμάλης, ο βαστάζος
  2. ο φορέας