portico

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

portico (en)

  • προστώο, ημιυπαίθριος στεγασμένος χώρος με κίονες εμπρός από την είσοδο ενός κτηρίου

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

portico (it)

  • προστώο, ημιυπαίθριος στεγασμένος χώρος με κίονες εμπρός από την είσοδο ενός κτηρίου