portion

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
portion < λατινική portio

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
portion portions

portion (en)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

portion (en)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
portion < λατινική portio

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
portion portions

portion (fr) θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]