poseur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
poseur (en)
- o φιγουρατζής, αυτός που προσπαθεί να εντυπωσιάσει τους άλλους
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | poseur | poseurs |
θηλυκό | poseuse | poseuses |
poseur (fr)
- σνομπ, o φιγουρατζής
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | poseur | poseurs |
θηλυκό | poseuse | poseuses |
poseur (fr)