postponement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

postponement (en)

  • η αναβολή (η καθυστέρηση στην εκτέλεση μιας ενέργειας)