potentiel

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό potentiel potentiels
θηλυκό potentielle potentielles

potentiel (fr)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
potentiel potentiels

potentiel (fr) αρσενικό