potiche

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
potiche < → δείτε τις λέξεις pot και -iche

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pɔ.tiʃ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
potiche potiches

potiche (fr) θηλυκό

  1. βάζο πορσελάνης (από την Κίνα ή την Ιαπωνία)
  2. πρόσωπο εικονικό (ελάχιστης σημασίας)