potin

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
potin potins

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

potin (fr) αρσενικό

  1. ο θόρυβος
  2. το κουτσομπολιό