poudre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
poudre poudres

poudre (fr) θηλυκό

  1. η σκόνη
  2. η πούδρα
  3. το μπαρούτι