pouponnière
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pouponnière | pouponnières |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pouponnière (fr) θηλυκό
- το βρεφοκομείο
ενικός | πληθυντικός |
pouponnière | pouponnières |
pouponnière (fr) θηλυκό