pourrissement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
pourrissement pourrissements

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

pourrissement (fr) αρσενικό