pousseur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
pousseur pousseurs

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pousseur (fr) αρσενικό