précipitation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

précipitation (fr)

  1. η βιασύνη, η φούρια
     συνώνυμα: empressement
  2. η μεγάλη βιασύνη που προκαλείται από την ανάγκη γρήγορης λήψης απόφασης, συνοδευόμενη συνήθως από έλλειψη σκέψης
     συνώνυμα: irréflexion, impatience
  3. το φυσικό ή χημικό φαινόμενο κατά το οποίο ένα στερεό σώμα εμφανίζεται μέσα σε υγρό
  4. (στον πληθυντικό) οποιαδήποτε μορφή νερού πέφτει στο έδαφος από την ατμόσφαιρα (βροχή, ομίχλη, χαλάζι, χιόνι), ο υετός
  5. η εκπαραθύρωση

Συγγενικά

[επεξεργασία]